γεματίζω

γεματίζω
και γιοματίζω [γευματίζω]
γευματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεματίζω — βλ. γευματίζω και γιοματίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγεμάτιστος — και αγιομάτιστος, η, ο [γεματίζω] ο αγευμάτιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”